εντερογραφία

εντερογραφία
η
(ιατρ.)
1. η καταμέτρηση των ιδιαίτερων κινήσεων του εντέρου που γίνεται με εντερογράφο (βλ. λ.).
2. πραγματεία για τα έντερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εντερογραφία — η 1. η καταμέτρηση τών περισταλτικών κινήσεων τού εντέρου με τον εντερογράφο 2. πραγματεία περί εντέρων …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”